λαγωος

λαγωος
    I.
    λαγωός
    λᾰγωός
    ὅ Hom., Xen., Arst. etc. = λαγώς См. λαγως
    II.
    λαγῷος
    λᾰγῷος
    3
    заячий
    

(τρίχες Plut.)

    τὰ λαγῷα (sc. κρέα) Arph. — заячье мясо;
    ζῆν ἐν πᾶσι λαγῴοις Arph. — питаться (досл. жить) одним лишь заячьим мясом, т.е. изысканной пищей


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "λαγωος" в других словарях:

  • λαγῷος — of the hare masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγωός — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς του Ωρίωνος, του Ηριδανού, του Γλυφείου, της Περιστεράς, του Μεγάλου Κυνός και του Μονόκερω. Ο λαμπρότερος αστέρας του, ο α ή Αρνέμπ με μέγεθος 2,58,… …   Dictionary of Greek

  • λαγώος — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς του Ωρίωνος, του Ηριδανού, του Γλυφείου, της Περιστεράς, του Μεγάλου Κυνός και του Μονόκερω. Ο λαμπρότερος αστέρας του, ο α ή Αρνέμπ με μέγεθος 2,58,… …   Dictionary of Greek

  • λαγωός — λαγῶς hare masc nom sg λαγωός masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγῶος — λαγῶς hare masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγῷα — λαγῷος of the hare neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… …   Dictionary of Greek

  • λαγῷ' — λαγῷα , λαγῷος of the hare neut nom/voc/acc pl λαγῷε , λαγῷος of the hare masc voc sg λαγῷαι , λαγῷος of the hare fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγῴα — λαγῴ̱ᾱ , λαγῷος of the hare fem nom/voc/acc dual λαγῴ̱ᾱ , λαγῷος of the hare fem nom/voc sg (doric aeolic) λαγῴᾱ , λαγωίη killing of hares fem nom/voc/acc dual λαγῴᾱ , λαγωίη killing of hares fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγῴας — λαγῴ̱ᾱς , λαγῷος of the hare fem acc pl λαγῴ̱ᾱς , λαγῷος of the hare fem gen sg (doric aeolic) λαγῴᾱς , λαγωίη killing of hares fem acc pl λαγῴᾱς , λαγωίη killing of hares fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγῴων — λαγῴ̱ων , λαγῷος of the hare fem gen pl λαγῴ̱ων , λαγῷος of the hare masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»